- ὑφασμένοι
- ὑ̱φασμένοι , ὑφάζωperf part mp masc nom/voc plὑ̱φασμένοι , ὑφαίνωweaveperf part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντέκτενος — ον, Α 1. αυτός που είναι υφασμένος στην παρυφή με πέντε πορφυρά νήματα και με τρόπο κυματιστό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πεντέκτενα κοντοί χιτώνες υφασμένοι στην παρυφή τους με πέντε χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + κτενος (<… … Dictionary of Greek